- ιθυπόρος
- ἰθυπόρος, -ον (Α)αυτός που πηγαίνει ίσια μπροστά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + -πορος (< πόρος), πρβλ. θαλασσο-πόρος, πρωτο-πόρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰθυπόροιο — ἰθυπόρος going straight on masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰθυπόροις — ἰθυπόρος going straight on masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰθυπόροισιν — ἰθυπόρος going straight on masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰθυπόρου — ἰθυπόρος going straight on masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰθυπόρων — ἰθυπόρος going straight on masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰθυπόρῳ — ἰθυπόρος going straight on masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιθυπορώ — ἰθυπορῶ, έω (Α) [ιθυπόρος] προχωρώ κατευθείαν μπροστά … Dictionary of Greek
ιθύς — (I) ἰθύς, εῑα, ύ, θηλ. και ιθέα (ΑΜ) 1. ευθύς, ίσιος 2. δίκαιος, σωστός, ειλικρινής μσν. φρ. «ἐς τὸ ἰθύ» επί τού θέματος αρχ. 1. (το αρσ. και το ουδ. ως επίρρ.) ἰθύς και ἰθύ α) τοπ. κατευθείαν εναντίον κάποιου β) χρον. αμέσως, ευθύς, παρευθύς 2.… … Dictionary of Greek
πόρος — I Νησί του Σαρωνικού κόλπου, απέναντι από την Τροιζηνία, από ένα σημείο της οποίας η απόσταση μέχρι τον Πόρο είναι μόλις λίγα μέτρα. Ο Π. έχει έκταση 31 τ. χλμ. και πρωτεύουσα του είναι ο ομώνυμος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.). Ανήκει στην… … Dictionary of Greek